πνίγω
(ρ.)
πινίγω
[piˈniɣo]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
πνίζω
[ˈpnizo]
Φάρασ.
Αόρ.
πίνιξα
[ˈpiniksa]
Μαλακ.
Υποτ.
πνίξω
[ˈpniksο]
Ανακ.
Παθ.
πνίγουμαι
[ˈpniɣume]
Φάρασ.
Αόρ.
πνίγα
[ˈpniɣa]
Φάρασ.
Υποτ.
πινιγώ
[piniˈɣo]
Σινασσ.
Αρχ. ρ. πνίγω. Ο τύπ. πινίγω με ανάπτυξη επενθετικού [i] για λόγους ευφωνίας. Ο τύπ. πνίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
Πνίγω και μεσοπαθ. πνίγομαι
ό.π.τ.
:
Πότε κοιμάσαι, εδώ σην καργιά σ’ έρχεται να σε πνίξ’
(Ενώ κοιμάσαι, έρχεται (ενν. ο βραχνάς) εδώ στην κοιλιά σου να σε πνίξει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Παντέσ̑ισκα να πινιγώ, ανάσα δε μπόρ'σκα να πάρω
(Νόμιζα ότι θα πνιγώ, ανάσα δεν μπορούσα να πάρω)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ατότε βράθαν λιέγα ναίdζ̑ες τζ̑αι κορίτσε τζ̑αι 'σ' το φόβο τουν μη τα πιέσουν τζ̑αι ν'τα πάρουν οι Τούρτζ̑οι, πέτασαν σου Φάγκου τη λίμλη τζ̑αι πνίγαν
(Τότε υπήρξαν λίγες γυναίκες και κορίτσια και απ' τον φόβο τους μην τις πιάσουν και τις πάρουν μαζί τους οι Τούρκοι, έπεσαν στην λίμνη του Φράγκου και πνίγηκαν)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
Εδώ κρεμός κι εκεί νερό και πού να πέσω να πνιγώ
(Εδώ γκρεμός κι εκεί νερό, και που να πέσω να πνιγώ˙ Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αδιέξοδη κατάτασταση)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σο ποτάμι τζ̑ο πνίγα· σο τσ̑ουβάιδι κατέχω τα του θα πνιγώ
(Στο ποτάμι δεν πνίγηκα· στο ρυάκι το ξέρω πως θα πνιγώ˙ Όποιος γλιτώνει από μεγάλο κακό μπορεί να την πάθει από μικρό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του πνίζεται ο νομάτ' πιένεται 'σ' το τσ̑ουφάλιν ντoυ
(Ο άνθρωπος που πνίγεται πιάνεται από το κεφάλι του˙ Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται· για καταστάσεις απελπισίας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μπογντίζω