πλύμα
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
πλύματα
[ˈplimata]
Αξ., Μαλακ.
πλύμαδε
[ˈplimaðe]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. πλύμα = απόνερα από το ξέπλυμα τροφών.
1. Νεροζούμι, άνοστο ζουμερό φαγητό
Μαλακ., Μισθ.
:
Πή’ι να πάρ’ γαραβάνα […] ’πόμαν λί’α πλύμαδα
(πήγε να πάρει την καραβάνα […] απόμειναν λίγα νεροζούμια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ειδικότ., τα αποφάγια μαζί με πίτουρο, αλεύρι και ανακατεμένα με χλιαρό νερό (συνήθως τα απόνερα από τα μαγειρικά σκεύη) που έδιναν τροφή στις αγελάδες
Αξ.