ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλύμα (ουσ. ουδ.) Πληθ. πλύματα [ˈplimata] Αξ., Μαλακ. πλύμαδε [ˈplimaðe] Μισθ. Αρχ. ουσ. πλύμα = απόνερα από το ξέπλυμα τροφών.
1. Νεροζούμι, άνοστο ζουμερό φαγητό Μαλακ., Μισθ. : Πή’ι να πάρ’ γαραβάνα […] ’πόμαν λί’α πλύμαδα (πήγε να πάρει την καραβάνα […] απόμειναν λίγα νεροζούμια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ειδικότ., τα αποφάγια μαζί με πίτουρο, αλεύρι και ανακατεμένα με χλιαρό νερό (συνήθως τα απόνερα από τα μαγειρικά σκεύη) που έδιναν τροφή στις αγελάδες Αξ.