πλουμί
(ουσ. ουδ.)
πλουμί
[pluˈmi]
Σινασσ.
πλούμι
[pluˈmi]
Μισθ.
πλομίν
[ploˈmin]
Σίλ.
φκουμί
[fkuˈmi]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
πλουμιά
[pluˈmɲa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. πλουμίον, υποκορ. του μεταγν. πλοῦμον. O τύπ. πλουμί νεότ. (Λεξ. Πόρτ.)
1. Κόσμημα, στολίδι
Σινασσ.
2. Κέντημα και ειδικότ., κεντητό διακοσμητικό στοιχείο
Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ.
:
σ̑άνου πλουμιά
(φτιάχνω κεντήματα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Ράψιμο
Σίλ.
:
Έρσ̑ίτι Ζαφείρα οπ’ πλομίν τσ̑ης
(έρχεται η Ζαφείρα από το ράψιμό της)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.