ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλουμί (ουσ. ουδ.) πλουμί [pluˈmi] Σινασσ. πλούμι [pluˈmi] Μισθ. πλομίν [ploˈmin] Σίλ. φκουμί [fkuˈmi] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. πλουμιά [pluˈmɲa] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. πλουμίον, υποκορ. του μεταγν. πλοῦμον. O τύπ. πλουμί νεότ. (Λεξ. Πόρτ.)
1. Κόσμημα, στολίδι Σινασσ.
2. Κέντημα και ειδικότ., κεντητό διακοσμητικό στοιχείο Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. : σ̑άνου πλουμιά (φτιάχνω κεντήματα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Ράψιμο Σίλ. : Έρσ̑ίτι Ζαφείρα οπ’ πλομίν τσ̑ης (έρχεται η Ζαφείρα από το ράψιμό της) Σίλ. -Κωστ.Σ.