πλουσεύω
(ρ.)
πλουσεύω
[pluˈsevo]
Ανακ.
Από το αρχ. επίθ. πλούσιος, όπου και νεότ. τύπ. πλούσος, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Η λ. Πόντ.
Γίνομαι πλούσιος, πλουτίζω
Ανακ.
:
Έσ̑εις ένα εκκλησ̑ά, Άι-Βασ̑ίλης. Να το παστρέψεις, και να φας ψωμί, να πλουσέψεις
(έχεις μιά εκκλησία, Άγιο Βασίλειο. Να την καθαρίσεις, και θα φας ψωμί και θα γίνεις πλούσιος· )
Ανακ.
-Κωστ.Α.