πλουμιστός
(επίθ.)
πλουμιστός
[plumiˈstos]
Σινασσ.
Μεσν. επίθ. πλουμιστός.
1. Πλουμιστός, διακοσμημένος
Σινασσ.
2. Στο θηλ., η λ. και ως κύριο όνομα
Σινασσ.