ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλιγούρι (ουσ. ουδ.) πλιγούρι [pli’ɣuri] Σινασσ. πλιγούρ' [pliˈɣur] Τροχ. πλεγούρι [ple’ɣuri] Ανακ., Μαλακ., Φάρασ. πλεγούρ' [ple’ɣur] Ανακ., Αξ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. πλεούρ' [ple’ur] Ανακ., Μισθ. πελγούρι [pel’ɣuri] Φάρασ. μπουλγούρ' [bul’ɣur] Μαλακ., Σίλ. μπλουγούρ' [bluˈɣur] Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Τσαρικ. μπουλουγούρι [bulu’ɣuri] Σίλ. πουλγούρι [pul’ɣuri] Σίλ. πουλγούρ' [pul’ɣur] Γούρδ., Φκόσ. πλουγούρι [pluˈɣuri] Αφσάρ. πνεγούρ' [pne’ɣur] Μισθ. Αρσ. πλεγούρης [ple’ɣuris] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) oυσ. bulgur, όπου και διαλεκτ. τύπ. bulğur, πβ. και περσ. barġul/burġul/bulġur (Tietze 2016: bulgur). Ο τύπ. πνεγούρ' παρετυμολ. προς το ρ. πνίγω, επειδή το σιτάρι πριν αλεστεί βράζεται.
Πλιγούρι ό.π.τ. : Μι ντου γ̇υλτσ̑ύ ντου γάλα σ̑άνουμ’ πλεγούρ’ (με το φρέσκο γάλα φτιάχνουμε πλιγούρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το πλεγούρ’ μας γούλτωσεν (το πλιγούρι μας τελείωσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ‘ύρεψεν στο γοντσή του το μέγο το χαριένι να βράσει κοτσί να ποίτσει πλεγούρι τεΐ (ζήτησε από το γείτονα το μεγάλο καζάνι για να βράσει σιτάρι τάχα, να κάνει πλιγούρι) Φάρασ. -Παπαδ. Σ̑άνιξαμ’ πλεούρ’ για να τρώμ’ν χου χειμό (κάναμε πλιγούρι για να τρώμε τον χειμώνα) Μισθ. -Κοτσαν. Να αραΐσουμ' ατούρα δα αβαλντανά δα κόπανα που κρούιξαν μι δου γέλμα, σάνιξαν δου πλεγούρ’ (να αναζητήσουμε τώρα τα παλιά τα κοπανιστήρια με τα οποία χτυπούσα το σιτάρι και έφτιαχναν πλιγούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίρκαν στα σπίτε τουν τραχανάδε, κορκότσε, πλεγούρ’, λαχτόρε (έπαιρναν στο σπίτι τους τραχανάδες, κουρκούτια, πλιγούρι, κοκόρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Η γιαγιά μ' έφσανε μπλουγούρ' και τραχανό με τα άλλα ναίκες ζντ’ αυλή μας (Η γιαγιά μου έφτιαχνε πλιγούρι και τραχανά με τις άλλες γυναίκες στην αυλή μας) Σεμέντρ. -Στεφαν. || Φρ. Τσακώνω πλεγούρ’ (σπάζω το πλιγούρι˙ ξεφλουδίζω το βρασμένο σιτάρι χτυπώντας το για να το κάνω πλιγούρι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Ότις αρατίζει το περίντζι χάνει τζ̑αι του σπιτού το πελγούρι (Όποιος επιζητεί το ρύζι, χάνει και του σπιτιού το πληγούρι˙ Όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.