πλυματερό
(ουσ. ουδ.)
πλυματερό
[plimateˈro]
Αξ.
Από το θ. πλυματ- του ουσ. πλύμα και το παραγωγ. επίθμ. -ερό.
Μεγάλο πήλινο δοχείο για τα πλύματα, για τα αποφάγια που προορίζονταν για τα ζώα
Αξ.