ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλου (ουσ. ουδ.) πλου [plu] Τελμ. Από το τουρκ. pullu = φολιδωτός β) διαλεκτ. ως ουσ. κόκκινη γυναικεία μαντίλα, κεντημένη με πούλιες (THADS, λ. pullu I).
Γυναικείος κεφαλόδεσμος, που κάλυπτε και το κάτω μέρος του προσώπου : Το κορίτσ̑’ πέτασεν σο πρόσωπό τἔνα πλού, και ήρτεν (το κορίτσι έρριξε στο πρόσωπό του ένα βέλο και ήρθε) Τελμ. -Dawk. Συνών. γεμενί, γιασμάκι, γιασμάς, πλου