πλου
(ουσ. ουδ.)
πλου
[plu]
Τελμ.
Από το τουρκ. pullu = φολιδωτός β) διαλεκτ. ως ουσ. κόκκινη γυναικεία μαντίλα, κεντημένη με πούλιες (THADS, λ. pullu I).