ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλίγκος (ουσ. αρσ.) πλίgος [ˈpligos] Σινασσ., Φλογ. πλίgο [ˈpligo] Μαλακ. Νεότ. ουσ. πλίκος, το οπ. από το ιταλ. ουσ. plico = φάκελος. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Φάκελος ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 10/04/2025