πλίγκος
(ουσ. αρσ.)
πλίgος
[ˈpligos]
Σινασσ., Φλογ.
πλίgο
[ˈpligo]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. πλίκος, το οπ. από το ιταλ. ουσ. plico = φάκελος. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Φάκελος
ό.π.τ.