πλεφρό
(ουσ. ουδ.)
πλεφρό
[pleˈfro]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
πλιφρό
[pliˈfro]
Μισθ.
πλεβρό
[pleˈvro]
Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσελτ.
πλερό
[pleˈro]
Γούρδ.
Αρσ.
πλεφρός
[pleˈfros]
Αξ., Τροχ.
πλερός
[pleˈros]
Γούρδ.
πλεερός
[pleeˈros]
Αραβαν.
πλεβρή
[pleˈvri]
Φάρασ.
Πληθ.
πλεφρόια
[pleˈfroia]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. φλετρόν, το οπ. από την μεταγν. γεν. εν. φρέατρος (πβ. πάπ. του 1ου αι. μ.Χ., POxy. 8.1105 «προσουσῶν αὐλῶν καὶ φρεατρ̣ος λιθίνου») του μεταγν. ουσ. φρέαρ. Πβ. διαλεκτ. φετρό (Σύμη), φλετρό (Ρόδος) βλετρό (Τήλος). Για την πιθανή σύνδεση της καππ. λ. με τις παραπάνω διαλεκτ. λ. βλ. Dawkins (1916: 635). Για την ετυμολόγηση των τύπων φιλιατρό, φλετρά, φρετρά από το φρέαρ βλ. Καψωμένος (1939: 62-68).
1. Πηγάδι, πηγή ύδατος
ό.π.τ.
:
Σ’ πλεφρού το στόμα
(το στόμιο του πηγαδιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έκοψαν το κεφάλι τ’, και ρίψαν ντο σ’ ένα πλερός
(ἐκοψαν το κεφάλι του και το έρριξαν σε ένα πηγάδι)
Αραβαν.
-Dawk.
Το πλεφρό μας πένdε γουλάτσ̑α ’ναι
(το πηγάδι μας είναι πέντε οργιές βαθύ)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σώροβαμ’ από τα οφτά πλεφρά λερά
(μαζεύαμε από επτά πηγάδια νερά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντου πλεφρό λερό ντέν είχι
(το πηγάδι νερό δεν είχε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Είδα να ντράκο, έτριξα κατόπ’σα τ’, αλλά σέμι ’ς φωλιά τ’ ’ς ένα νταρίν πλεφρό
((είδα έναν δράκο έτρεξα από πίσω του, αλλά μπήκε στην φωλιά του σε ένα βαθύ πηγάδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Ντετσιού μέσα σα κιλλάρια τ' εμέαρ είχαν πλεβρό
(Εκεί μέσα στα υπόγεια καταφύγια οι δικοί μας είχαν πηγάδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τράβα νερό ασό πλεβρό
(Τράβα νερό από το πηγάδι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα
(Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτιά σχοινί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
Πλεφρού ντου χτἐρ’
(του πηγαδιού η πέτρα˙ μονοκόμματη μεγάλη πέτρα με τρύπα στη μέση που τοποθετούσαν γύρω από το στόμιο του πηγαδιού για να μην φεύγουν οι πέτρες του)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ασ’ το λερό, ασ’ το νιστσιά, ασ’ το τσοίχος, ασ’ το πλεερός
((ενν. να φυλάγεσαι) από το νερό, από τη φωτιά, από το στοιχειό, από το πηγάδι˙ το έλεγε συμβουλευτικά η νονά στην μητέρα όταν η πρώτη παρέδιδε το παιδί μετά τη βάφτισή του)
Αραβαν.
-Κωστ.Α.
Να βγάλουμ’ τ͑ησαυρό απ’ ντου πλιφρό
(να βγάλουμε θησαυρό από το πηγάδι˙ (το έλεγαν όταν έβγαζαν νερό από το πηγάδι του σπιτιού το πρωί των Φώτων)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Με το σον το ράμμα ’ς το πλεφρό ντε καταβαίνεται
(με το δικό σου το σκοινί στο πηγάδι δεν μπορεί να κατεβεί κανείς˙ για όσους δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κουγιού, χαβούζι