πλεμάτι
(ουσ. ουδ.)
πλεμάτ’
[pleˈmat]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. πλεμάτι = πλέγμα, το οπ. από μεσν. ουσ. πλεμάτιον, το οπ. από αρχ. ουσ. πλεγμάτιον. Η λ. Πόντ.
Δίχτυ
Συνών.
αργόδια