πλατύς
(επίθ.)
πλατσ̑ύς
[plaˈtʃis]
Σίλ.
πλατύ
[plaˈti]
Μισθ., Φλογ.
πλατσύ
[plaˈtsi]
Γούρδ.
πλατσ̑ύ
[plaˈtʃi]
Αραβαν.
Θηλ.
πλατσ̑ά
[plaˈtʃa]
Σίλ.
πλατσ̑άσα
[plaˈtʃasa]
Σίλ.
Ουδ.
πλατσ̑ύ
[plaˈtʃi]
Σίλ., Τελμ.
φκατύ
[fkaˈti]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. πλατύς.
1. Πλατύς
ό.π.τ.
:
Τσείδι πλατύ ιτό που ράν’σις
(είναι πλατύ αυτό που είδες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το ποτάμι περνάνκε από τις μύλις, ήτουνε πολύ φκατύ
(Το ποτάμι περνούσε από τους μύλους, ήταν πολύ πλατύ)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Πλατύ 'ναι, μη το φαρδυάζεις άλλο
(Είναι φαρδύ, μην το φαρδαίνεις άλλο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Το σπίτι μου έν' στενίκκο, για η καρτία μου εν φκατύ
(Το σπίτι μου είναι στενούτσικο, αλλά η καρδιά μου είναι πλατιά˙ Είμαι φτωχός αλλά έχω γενναιόδωρο χαρακτήρα)
Φάρασ.
-Κελεκ.
|| Ασμ.
Να σε ιδώ, Χάρε μου, σ’ ένα πλατύ λιβάδι,
ο μαύρος να βόσκεται και σύ ν’ αποκοιμάσαι (να σε δω, χάρε μου, σε ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο μου άλογο να βόσκει και εσύ να αποκοιμιέσαι) Τελμ. -Αινατζ.
ο μαύρος να βόσκεται και σύ ν’ αποκοιμάσαι (να σε δω, χάρε μου, σε ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο μου άλογο να βόσκει και εσύ να αποκοιμιέσαι) Τελμ. -Αινατζ.
2. Φαρδύς
Σίλ., Φάρασ.
:
Πλατσ̑ύ ιμάτσ̑ι
(φαρδύ, ευρύχωρο πουκάμισο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το νυφικό ήταν ένα σαλβάρι μέχρι τα πόδια, αλλά φκατύ
(Το νυφικό ήταν ένα σαλβάρι μέχρι τα πόδια αλλά φαρδύ)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142