ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλέξιμο (ουσ. ουδ.) πλέξιμου [ˈpleksimu] Μισθ. πλέξ̑ιμο [ˈplekʃimo] Φλογ. πλέξιμα [ˈpleksima] Φάρασ. Νεότ. ουσ. πλέξιμον, το οπ. από το θ. πλεξ- του ρ. πλέκω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Για τα ρημ. παράγωγα -σιμο > -σιμα, βλ. Ανδριώτης (1948: 35).
1. Το πλέξιμο, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. πλέκω ό.π.τ.
2. Συνεκδ., το πλεκτό Μισθ. : Πλέξιμου πλέχεις; (πλεχτό πλέκεις;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.