ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλευρό (ουσ. ουδ.) πλευρό [pleˈvro] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Πληθ. πλευρά [pleˈvra] Ανακ. Αρχ. ουσ. πλευρόν.
Πλευρό, το καθένα από τα οστά της θωρακικής κοιλότητας και κατ’ επέκτ. το πλάγιο μέρος του σώματος εμψύχου όντος ό.π.τ. : Ήδειξε τα χέρε του τζαι το πλευρό του ((ενν. ο Χριστός) έδειξε τα χέρια του και το πλευρό του) Φάρασ. -Lag. Ερχούσανε εκεί με […] ένα ξύλο, ένα ταγάρ’ σα πλευρά τουνε (έρχονταν εκεί με […] ένα ξύλο, ένα ταγάρι στα πλευρά του) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. ’ς ετό το πλευρό σ’ κοιμήθ’ (σε αυτό το πλευρό κοιμήσου˙ βαυκαλίζεσαι, αυτό που θέλεις δεν πρόκειται να γίνε) Σινασσ. -Αρχέλ. Ἐσ̑’ το πλευρό τ’ (έχει το πλευρό του˙ πάσχει από πλευρίτιδα) Ανακ. -Κωστ.Α.