πλευρό
(ουσ. ουδ.)
πλευρό
[pleˈvro]
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
Πληθ.
πλευρά
[pleˈvra]
Ανακ.
Αρχ. ουσ. πλευρόν.
Πλευρό, το καθένα από τα οστά της θωρακικής κοιλότητας και κατ’ επέκτ. το πλάγιο μέρος του σώματος εμψύχου όντος
ό.π.τ.
:
Ήδειξε τα χέρε του τζαι το πλευρό του
((ενν. ο Χριστός) έδειξε τα χέρια του και το πλευρό του)
Φάρασ.
-Lag.
Ερχούσανε εκεί με […] ένα ξύλο, ένα ταγάρ’ σα πλευρά τουνε
(έρχονταν εκεί με […] ένα ξύλο, ένα ταγάρι στα πλευρά του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
’ς ετό το πλευρό σ’ κοιμήθ’
(σε αυτό το πλευρό κοιμήσου˙ βαυκαλίζεσαι, αυτό που θέλεις δεν πρόκειται να γίνε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ἐσ̑’ το πλευρό τ’
(έχει το πλευρό του˙ πάσχει από πλευρίτιδα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.