πλεξούδα
(ουσ. θηλ.)
πλεξούδα
[pleˈksuða]
Γούρδ., Φάρασ.
πλεξούρα
[pleˈksura]
Σίλ.
πλεξίδα
[pleˈksiða]
Τσουχούρ.
πλεξ̑ίρα
[pleˈkʃira]
Σίλ.
πλεξία
[pleˈksia]
Μισθ.
πλεξ̑ά
[pleˈkʃa]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. πλεξούδα και πλεξίδα, πβ. Εὐρ. Σχ. Ἑκ. 923. 13 «πλόκαμον: τὰς τρίχας. Fl. 59. τὴν ἐμὴν πλεξίδαν», η οπ. από μεσν. πλεξίδιον και το παραγωγ. επίθμ. -α. Οι τύπ. πλεξούρα και πλεξ̑ίρα λόγω συστηματικής τροπής του [ð]> [r] (Κωστάκης 1968:39). Ο τύπ. πλεξ̑ά με αποβ. μεσοφωνηεντ. [ð] και συνίζ., αλλά δυνατή και παραγωγή από ρ. πλέκω (θ. αορ. ε-πλεξ-) και παραγωγ. επίθμ. -ιά.