πλεχτήρι
(ουσ. ουδ.)
πλεχτσήρ'
[plexˈtsir]
Γούρδ.
Από το ρ. πλέκω (ή πιθανότ. το αρχ. ρ. ἐμπλέκω > μπλέκω) και το παραγωγ. επίθμ. -τήρι > -τήρ'.
Αυτός που προκαλεί προβλήματα, ο ανακατωσούρης
Γούρδ.