πληγώνω
(ρ.)
πληγώνου
[pliˈɣonu]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. πληγώνω, το οπ. από αρχ. ρ. πληγόω-ῶ.
Πληγώνω κάποιον, του προκαλώ πληγές
Φάρασ.