πλουμίζω (I)
(ρ.)
πλουμίζω
[pluˈmizo]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
φκουμίζω
[fkuˈmizo]
Φάρασ.
Αόρ.
πλούμ'σα
[ˈplumsa]
Φάρασ.
Μτχ.
πλουμισμένο
[plumiˈzmenο]
Ανακ.
φκουμισμένο
[fkumiˈzmeno]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. πλουμίζω.
1. Ζωγραφίζω μιά επιφάνεια
Μαλακ., Φλογ.
2. Στολίζω κάτι με διακοσμητικά στοιχεία
Ανακ., Σινασσ.
:
Πλουμισμένα άξια
(διακοσμημένα με ακριβά στοιχεία)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Ειδικότ., κεντώ με μετάξι
Μαλακ.