πλουμίζω (II)
(ρ.)
πλουμίζω
[pluˈmizo]
Φλογ.
Από το νεότ. πλημμίζω, βλ. Λεξ. Σομ. (λ. πλημμίζω, impaludare, inodare, letto di fiume), το οπ. από το μεταγν. πλήμη = πλημμύρα και το παραγωγ. επίθμ. -ἰζω (Κορ. Ἄτ. IV, 439-440, ο οπ. ορθογραφεί πλήμμη) ή από το αρχ. ουσ. πλύμα = απόνερα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω Πβ. και ποντ. πλυμίζω με σημ. ‘πλημμυρίζω’.
Καταβρέχω κάποιον ή κάτι
Φλογ.