πλυναίνω
(ρ.)
πλυναίνω
[pliˈneno]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Παρατατ.
πλυναίν’κα
[pliˈnenka]
Φάρασ.
Από το ρ. πλύνω με παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Πλένω κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
Κόπη του βασιλό το χαμάμι αλτούνι, ήτουνε η κόρη του, πλυναίν’κε
(μετατράπηκε του βασιλιά το λουτρό χρυσό, ήταν η κόρη του, πλενόταν)
Φάρασ.
-Dawk.
Τρίφτει τα σέρε τ'ς και πλυναίνει τα σο χαρϊένιν 'μπέσου
(τρίβει τα χέρια τα και τα πλένει στο χαρανί μέσα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πλυνέν’κε τη χαραή τ’ς
(έπλενε το πρόσωπό της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'φήνουμ τα δύου σαχάτα, υστέρου πλυναίνουμ' τα καό
(Τα αφήνουμε (ενν. τα φρούτα) δύο ώρες, ύστερα τα πλένουμε καλά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Τα σ̑έρε πλυναίνουν ντα σ̑έρε, τσ̑αι τα σ̑έρε τη χαραή
(τα χέρια πλένουν τα χέρια και τα χέρια το πρόσωπο˙ ο ένας πρέπει να βοηθάει τον άλλο και όλοι μαζί να συμβάλλουν στο κοινό συμφέρον)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τόιμα μο τόιμα τζ̑ο πλυναίνουν ντα, μο το νερό πλυναίνουν ντα
(το αίμα δεν το ξεπλένουν με το αίμα, με το νερό το ξεπλένουν˙ η εκδίκηση δεν είναι η λύση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.