ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλυναίνω (ρ.) πλυναίνω [pliˈneno] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Παρατατ. πλυναίν’κα [pliˈnenka] Φάρασ. Από το ρ. πλύνω με παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Πλένω κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Κόπη του βασιλό το χαμάμι αλτούνι, ήτουνε η κόρη του, πλυναίν’κε (μετατράπηκε του βασιλιά το λουτρό χρυσό, ήταν η κόρη του, πλενόταν) Φάρασ. -Dawk. Τρίφτει τα σέρε τ'ς και πλυναίνει τα σο χαρϊένιν 'μπέσου (τρίβει τα χέρια τα και τα πλένει στο χαρανί μέσα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πλυνέν’κε τη χαραή τ’ς (έπλενε το πρόσωπό της) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'φήνουμ τα δύου σαχάτα, υστέρου πλυναίνουμ' τα καό (Τα αφήνουμε (ενν. τα φρούτα) δύο ώρες, ύστερα τα πλένουμε καλά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Τα σ̑έρε πλυναίνουν ντα σ̑έρε, τσ̑αι τα σ̑έρε τη χαραή (τα χέρια πλένουν τα χέρια και τα χέρια το πρόσωπο˙ ο ένας πρέπει να βοηθάει τον άλλο και όλοι μαζί να συμβάλλουν στο κοινό συμφέρον) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Τόιμα μο τόιμα τζ̑ο πλυναίνουν ντα, μο το νερό πλυναίνουν ντα (το αίμα δεν το ξεπλένουν με το αίμα, με το νερό το ξεπλένουν˙ η εκδίκηση δεν είναι η λύση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.