πλούσιος
(επίθ.)
πλούσιο
[ˈplusço]
Τελμ.
Πληθ.
πλούσια
[ˈplusça]
Ανακ.
Αρχ. επιθ. πλούσιος. Η χρήση του επιθ. και ως ουσ. ήδη αρχ.
Πλούσιος
ό.π.τ.
:
Ήτον ένα αντρόγυνο πολλά πλούσιο
(ήταν ένα αντρόγυνο πολύ πλούσιο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τα πλούσια πεθανίσ̑κουν και τα οφτωχά πεθανίσ̑κουν
(και οι πλούσιοι πεθαίνουν και οι φτωχοί πεθαίνουν˙ κοινή η μοίρα των ανθρώπων)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βαϊριχλού, δυνατός, ζεγκίνης, κεφαλάς