ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δυνατός (επίθ.) δυνατός [ðinaˈtos] Μισθ. δυνατό [ðinaˈto] Ανακ., Σινασσ. ντυνατός [dinaˈtos] Μισθ. βυνατός [vinaˈtos] Φάρασ. Ουδ. βυνάτον [viˈnaton] Φάρασ. Αρχ. επίθ. δυνατός.
1. Δυνατός, με μυική δύναμη Σινασσ., Φάρασ. : Ο ασλάνος ένι βυνατό τζ̑αναβάρι, με τ’ αχ̇ίλι του ένι λειψό (Το λιοντάρι είναι δυνατό θηρίο αλλά το μυαλό του είναι λειψό) Φάρασ. -Παπαδ. Τα τσ̑ολάχα οι νομάτοι τζ̑οὔνdαι βυνατά (Oι ανάπηροι άνθρωποι δεν είναι δυνατοί) Φάρασ. -Αναστασ. || Ασμ. Αν πάγω τους προφταίνω εγώ ενώ την ευλογούνε;
Aν έν' τ' άλογό σ' δυνατό και σαν το χελιδόνι
παγαίνεις και προφταίνεις τους ενώ την ευλογούνε
(Αν πάω τους προφταίνω εγώ ενώ την παντρεύουν;
Aν είναι τ' άλογό σου δυνατό και γρήγορο σαν χελιδόνι
πηγαίνεις και τους προφταίνεις ενώ την παντρεύουν)
Σινασσ. -Λεύκωμα
Ποίος άξιος και δυνατός τον Κωσταντή να φέρει;
Της χήρας ο υιός ετάχτη τον Κωστανdή να πιάσει
(Ποιος είναι άξιος και δυνατός τον Κωσταντή να φέρει;
Ο γιός της χήρας διατάχτηκε να πιάσει τον Κωσταντή)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. γαΐμ, κουβετλούς
2. Πλούσιος, με οικονομική δύναμη Φάρασ. Συνών. ζεγκίνης, κεφαλάς, πλούσιος :1
3. Για φυσικό φαινόμενο, έντονος Ανακ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Δυνατό βρεχός (Δυνατή βροχή) Ανακ. -Κωστ.Α. Ποίτσ̑ε α βυνατό σ̑ειμός (Έκανε ένα δυνατό κρύο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πι-έσιν α βυνατό βρεσ̑ή (Έπιασε μιά δυνατή βροχή) Τσουχούρ. -Αναστασ. Ένα κιρυός, βαρντάλους δυνατός (Ένας κρύος βαρδάρης δυνατός) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Ως ουσ., δύναμη Φάρασ. : || Παροιμ. Χα̈ρ α νομάτ' σο βυνάτον ντου κορά 'α ποίτσ̑ει τ' όργον ντου (Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με την δύναμή του θα κάνει την δουλειά του˙ να μην ζητάμε περισσότερα απ' ό,τι μπορεί να προσφέρει κάποιος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
5. Για διάλυμα του οποίου το κύριο συστατικό βρίσκεται σε μεγάλη αναλογία Φάρασ. : || Παροιμ. Το βυνατό το ξίδι το στσ̑εύο του στσ̑ίνει τα (Το δυνατό το ξίδι το αγγείο του το σκίζει˙ λέγεται ειρωνικά σε όποιον θυμώνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του ’υρίζει το κρασί ξίδι, ’ίνεται βυνατό (Το κρασί που γυρίζει σε ξίδι, γίνεται δυνατό˙ όποιος αλλάζει θρησκεία ή ιδεολογία γίνεται εχθρεύεται έντονα ό,τι ασπαζόταν προηγουμένως) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.