δυνατός
(επίθ.)
δυνατός
[ðinaˈtos]
Μισθ.
δυνατό
[ðinaˈto]
Ανακ., Σινασσ.
ντυνατός
[dinaˈtos]
Μισθ.
βυνατός
[vinaˈtos]
Φάρασ.
Ουδ.
βυνάτον
[viˈnaton]
Φάρασ.
Αρχ. επίθ. δυνατός.
1. Δυνατός, με μυική δύναμη
Σινασσ., Φάρασ.
:
Ο ασλάνος ένι βυνατό τζ̑αναβάρι, με τ’ αχ̇ίλι του ένι λειψό
(Το λιοντάρι είναι δυνατό θηρίο αλλά το μυαλό του είναι λειψό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τα τσ̑ολάχα οι νομάτοι τζ̑οὔνdαι βυνατά
(Oι ανάπηροι άνθρωποι δεν είναι δυνατοί)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Ασμ.
Αν πάγω τους προφταίνω εγώ ενώ την ευλογούνε;
Aν έν' τ' άλογό σ' δυνατό και σαν το χελιδόνι
παγαίνεις και προφταίνεις τους ενώ την ευλογούνε (Αν πάω τους προφταίνω εγώ ενώ την παντρεύουν;
Aν είναι τ' άλογό σου δυνατό και γρήγορο σαν χελιδόνι
πηγαίνεις και τους προφταίνεις ενώ την παντρεύουν) Σινασσ. -Λεύκωμα Ποίος άξιος και δυνατός τον Κωσταντή να φέρει;
Της χήρας ο υιός ετάχτη τον Κωστανdή να πιάσει (Ποιος είναι άξιος και δυνατός τον Κωσταντή να φέρει;
Ο γιός της χήρας διατάχτηκε να πιάσει τον Κωσταντή) Σινασσ. -Lag. Συνών. γαΐμ, κουβετλούς
Aν έν' τ' άλογό σ' δυνατό και σαν το χελιδόνι
παγαίνεις και προφταίνεις τους ενώ την ευλογούνε (Αν πάω τους προφταίνω εγώ ενώ την παντρεύουν;
Aν είναι τ' άλογό σου δυνατό και γρήγορο σαν χελιδόνι
πηγαίνεις και τους προφταίνεις ενώ την παντρεύουν) Σινασσ. -Λεύκωμα Ποίος άξιος και δυνατός τον Κωσταντή να φέρει;
Της χήρας ο υιός ετάχτη τον Κωστανdή να πιάσει (Ποιος είναι άξιος και δυνατός τον Κωσταντή να φέρει;
Ο γιός της χήρας διατάχτηκε να πιάσει τον Κωσταντή) Σινασσ. -Lag. Συνών. γαΐμ, κουβετλούς
3. Για φυσικό φαινόμενο, έντονος
Ανακ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Δυνατό βρεχός
(Δυνατή βροχή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ποίτσ̑ε α βυνατό σ̑ειμός
(Έκανε ένα δυνατό κρύο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πι-έσιν α βυνατό βρεσ̑ή
(Έπιασε μιά δυνατή βροχή)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.
Ένα κιρυός, βαρντάλους δυνατός
(Ένας κρύος βαρδάρης δυνατός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Ως ουσ., δύναμη
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Χα̈ρ α νομάτ' σο βυνάτον ντου κορά 'α ποίτσ̑ει τ' όργον ντου
(Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με την δύναμή του θα κάνει την δουλειά του˙ να μην ζητάμε περισσότερα απ' ό,τι μπορεί να προσφέρει κάποιος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
5. Για διάλυμα του οποίου το κύριο συστατικό βρίσκεται σε μεγάλη αναλογία
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το βυνατό το ξίδι το στσ̑εύο του στσ̑ίνει τα
(Το δυνατό το ξίδι το αγγείο του το σκίζει˙ λέγεται ειρωνικά σε όποιον θυμώνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του ’υρίζει το κρασί ξίδι, ’ίνεται βυνατό
(Το κρασί που γυρίζει σε ξίδι, γίνεται δυνατό˙ όποιος αλλάζει θρησκεία ή ιδεολογία γίνεται εχθρεύεται έντονα ό,τι ασπαζόταν προηγουμένως)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.