βακιτσούζη
(επίθ.)
βαχιτσούζη
[vaxiˈtsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. vakitsiz = α) πρόωρος β) ακατάλληλος, σε λάθος ώρα.
Αδύναμος, αδιάθετος, άκεφος
Πβ.
βακίτι :5, Συνών.
γουβετσούζης, Αντίθ
κεφλούς