ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαλοπέτσι (ουσ. ουδ.) βαλοπέτζι [valoˈpedzi] Σινασσ. Aπό τα ουσ. βουβάλι, όπου και τύπ. βάλι και πετσί.
Ασκός από δέρμα βουβαλιού : || Ασμ. Την κόρη που μ' έκρυψες, να με την φανερώσεις,
σε κουβαλώ το κερί κι αμάξι το λιβάνι
και με το βαλοπέτζι να κουβαλώ το λάδι
(Αν μου φανερώσεις την κοπέλα που μου έκρυψες,
θα σου φέρω το κερί και το λιβάνι με το αμάξι
και θα σου φέρω το λάδι με το δερμάτινο ασκί)
Σινασσ. -Lag.
Πβ. αγγειό, δέρμα