ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαλάνι (ουσ. ουδ.) βαλάνι [vaˈlani] Σίλ., Σινασσ., Φλογ. αβαλάν' [avaˈlan] Μισθ. βαλάνκ' [vaˈlaŋk] Φλογ. αβαλάνg' [avaˈlaŋg] Αξ., Μισθ. αβαλάνdζ̑' [avaˈlandʒ] Μισθ. γουάνι [ˈɣwani] Φάρασ. γουάμπι [ˈɣwabi] Φάρασ. γόνι [ˈɣoni] Φάρασ. Πληθ. βαλάγκια [vaˈlaŋɟa] Φλογ. αβαλάνdζα [avaˈlandza] Μισθ. ουάνε [ˈwane] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. βαλάνιον, υποκορ. του βάλανος = βελανίδι. Ο τὐπ. βαλάνι νεότ. Πβ. και τύπ. βαλάγγι Παξ.
1. Βελανίδι Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Βαλάνια του χοσ̑ά ρε είνου (Τα βελανίδια του δεν είναι καλά, νόστιμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Βαλάγκια φέρισ̑καν ασ' σα χωριά, πούχωναμ' τα σο χώμα και το σ̑ειμό τρώισ̑καμ' τα (Βελανίδια έφερναν από τα χωριά, τα παραχώναμε στο χώμα και το χειμώνα τα τρώγαμε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. πελίτι
2. Βελανιδιά Αξ., Φλογ. Συνών. βαλανιά
3. Το έμβολο του ξύλινου μάνταλου Σινασσ.
4. Στον πληθ., είδος παιχνιδιού όπου οι παίκτες καλούνται να πετύχουν με πέτρα βελανίδια τοποθετημένα σε κύκλο Μισθ. : Παίζουμ' αβαλάνdζα (Παίζουμε αβαλάντζα) -Κωστ.Μ.