βαλάνι
(ουσ. ουδ.)
βαλάνι
[vaˈlani]
Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
αβαλάν'
[avaˈlan]
Μισθ.
βαλάνκ'
[vaˈlaŋk]
Φλογ.
αβαλάνg'
[avaˈlaŋg]
Αξ., Μισθ.
αβαλάνdζ̑'
[avaˈlandʒ]
Μισθ.
γουάνι
[ˈɣwani]
Φάρασ.
γουάμπι
[ˈɣwabi]
Φάρασ.
γόνι
[ˈɣoni]
Φάρασ.
Πληθ.
βαλάγκια
[vaˈlaŋɟa]
Φλογ.
αβαλάνdζα
[avaˈlandza]
Μισθ.
ουάνε
[ˈwane]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. βαλάνιον, υποκορ. του βάλανος = βελανίδι. Ο τὐπ. βαλάνι νεότ. Πβ. και τύπ. βαλάγγι Παξ.
1. Βελανίδι
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Βαλάνια του χοσ̑ά ρε είνου
(Τα βελανίδια του δεν είναι καλά, νόστιμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βαλάγκια φέρισ̑καν ασ' σα χωριά, πούχωναμ' τα σο χώμα και το σ̑ειμό τρώισ̑καμ' τα
(Βελανίδια έφερναν από τα χωριά, τα παραχώναμε στο χώμα και το χειμώνα τα τρώγαμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
πελίτι
3. Το έμβολο του ξύλινου μάνταλου
Σινασσ.
4. Στον πληθ., είδος παιχνιδιού όπου οι παίκτες καλούνται να πετύχουν με πέτρα βελανίδια τοποθετημένα σε κύκλο
Μισθ.
:
Παίζουμ' αβαλάνdζα
(Παίζουμε αβαλάντζα)
-Κωστ.Μ.