ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πελίτι (ουσ. ουδ.) πελίτ' [peˈlit] Ανακ., Ουλαγ. Aπό το τουρκ. ουσ. pelit = βελανίδι. Η λ. Πόντ.
Βελανίδι : Του πελιτιού καφέ (Καφές από καβουρντισμένα και αλεσμένα βελανίδια) Ανακ. -Κωστ.Α. Ιτό κελ ογλάν κοιμήγε το πελίτ αγάτσ̑' απ'κάτω (Το άγουρο (μικρό) παιδί κοιμήθηκε κάτω από το δέντρο της βελανιδιάς) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. βαλάνι