πέντζερε
(ουσ. ουδ.)
πένdζ̑ερε
[ˈpendʒere]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ.
π͑ένdζ̑ερε
[ˈpʰendʒere]
Ανακ.
π͑άνdζαρα
[ˈpʰandzara]
Σίλ.
πενdζ̑ερέ
[pendʒeˈre]
Φλογ.
πέρενdζ̑ε
[ˈperendʒe]
Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ.
Αρσ.
πανdζ̑ιράς
[pandʒiˈras]
Φκόσ.
Θηλ.
πένdζ̑ερα
[ˈpendʒera]
Μισθ., Φάρασ.
π͑έντσ̑αρα
[ˈpʰantʃara]
Φάρασ.
πάνdζ̑ερα
[ˈpandʒera]
Σίλ., Φάρασ.
π͑α̈́ντσ̑αρα
[ˈpʰæntʃara]
Αφσάρ.
πένdζ̑ερε
[ˈpendʒere]
Φάρασ.
πένdζ̑ιρε
[ˈpendʒire]
Μαλακ.
Πληθ.
πένdζ̑ερες
[ˈpendʒeres]
Σίλ.
πένdζ̑ιρις
[ˈpendʒiris]
Μαλακ.
πα̈́ντζαρις
[ˈpændzaris]
Μισθ.
πανdζ̑ιρέδα̈
[pandʒiˈreðæ]
Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. pencere (< περσ. pancare) όπου και παλαιότ. τύπ. pancara και διαλεκτ. τύπ. päncärä. Ο τύπ. πέρενdζ̑ε από τον διαλεκτ. τύπ. perence. Πβ. το κοινό νεοελλ. παντζούρι και το ποντ. πεντζ̑ερέ.
Πβ.
πετζέ
1. Παράθυρο
ό.π.τ.
:
Πήρε τό σ̑ισ̑έ και πέτασεν ντo ασ' το πένdζ̑ερε
(πήρε το μπουκάλι και το πέταξε από το παράθυρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έκατσε σο σεdίρ και ντράνεινε ασ' το πένdζ̑ερε όξω
(Έκατσε στον καναπέ και κοίταζε έξω από το παράθυρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ἀλλα τα τέκνα πήγαμι π͑άντζαρα αbρός, τρανούμ' τ' σ̑όνι, παίζαμι απέσου.
(Τα άλλα παιδιά πήγαμε μπροστά στο παράθυρο, κοιτάμε το χιόνι, παίζαμε μέσα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήτουν α νομάτ'ς· γρετίνκε στην πένdζ̑ερε
(Ήταν ένας άνθρωπος· κοίταζε από το παράθυρο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντεν είχαν πέντζερις, ντεν ξέριξαν ντα σπίτια τ'νι εκείνα ντα είχαν, είχαν κάπνις
(Δεν είχαν παράθυρα, δεν ήξεραν, τα σπίτια τους εκείνα που είχαν, είχαν φωταγωγούς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ανακρουζιόδουν απ' πέντζερε
(Κρυφάκουγαν από το παράθυρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δα πα̈́ντζαρις τσ̑όουν ανοιχτά
(Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Αεραγωγός, φεγγίτης
Τσαρικ.
2. Παραθυρόφυλλο
Φκόσ.