πέλι
(ουσ. ουδ.)
πέλι
[ˈpeli]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. bel = δικέλλι για σκάψιμο. Η λ. Θράκ., Πόντ.
Δικέλλι για σκάψιμο