ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πελεκάδι (ουσ.) πελεκάδι [peleˈkaði] Κίσκ., Σινασσ. πελεκάνι [peleˈkani] Αξ. Από το ρ. πελεκώ (θ. πελεκ-) με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -άδι. Το πελεκάνι αναλογ. προς άλλα ουσ. σε -άνι. Πβ. ποντ. πελεκάδιν.
1. Πελεκούδι Αξ., Σινασσ. Συνών. γαμγάς, γιογκά
2. Συνθηματ., η Ελλάδα Κίσκ. : Αμάν, απ' τον πελεκάδι χαΐρι τζό 'χουμε (Αμάν από την Ελλάδα προκοπή δεν θα έχουμε) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376