πείνα
(ουσ.)
πείνα
[ˈpina]
Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. πεῖνα.
Πείνα, αίσθηση έλλειψης φαγητού
ό.π.τ.
:
Ασ' την πείνα κι ασ' το κρύο μπορούσε να παγ' στον ύπνο;
(Λόγω της πείνας και του κρύου μπορούσε να κοιμηθεί;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μα 'α ψοφήσωμε 'σ' την πείνα
(ᾳραλίγο να πεθάνουμε από την πείνα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Οπ' τση πείνα πέσανι
(Πέθανε απ' την πείνα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Gιαbάρσιν απ΄ πείνα
(Πέθανε από την πείνα˙ Είναι θεονήστικος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ψοφάς 'σ' την πείνα
(Ψοφάς από την πείνα˙ Είσαι τόσο φτωχός που δεν έχεις ούτε να φας)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Από πείνα ψόφησαμ'
(Πεθάναμε από την πείνα˙ Πεινάσαμε πολύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.