ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πείνα (ουσ.) πείνα [ˈpina] Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. πεῖνα.
Πείνα, αίσθηση έλλειψης φαγητού ό.π.τ. : Ασ' την πείνα κι ασ' το κρύο μπορούσε να παγ' στον ύπνο; (Λόγω της πείνας και του κρύου μπορούσε να κοιμηθεί;) Σινασσ. -Αρχέλ. Μα 'α ψοφήσωμε 'σ' την πείνα (ᾳραλίγο να πεθάνουμε από την πείνα) Φάρασ. -Αναστασ. Οπ' τση πείνα πέσανι (Πέθανε απ' την πείνα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Gιαbάρσιν απ΄ πείνα (Πέθανε από την πείνα˙ Είναι θεονήστικος) Μισθ. -Κοτσαν. Ψοφάς 'σ' την πείνα (Ψοφάς από την πείνα˙ Είσαι τόσο φτωχός που δεν έχεις ούτε να φας) Αφσάρ. -Αναστασ. Από πείνα ψόφησαμ' (Πεθάναμε από την πείνα˙ Πεινάσαμε πολύ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.