πειράζω
(ρ.)
πειράζω
[piˈrazo]
Ανακ.
πειράζου
[piˈrazu]
Μισθ.
Παθ.
πειράζιεμι
[piˈrazʝemi]
Μισθ.
Μτχ.
πειρασμένo
[piraˈzmeno]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. πειράζω.
1. Πειράζω, βλάπτω
ό.π.τ.
:
Ετό τα σπορά πείραζε τα
(Αυτός (ενν. ο άνεμος) έβλαπτε τα σπαρτά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ, φτάνω
2. Μτχ., ως χαρακτηρισμός φαγητού, που προκαλεί ενοχλήσεις, βλαπτικό
Μισθ.