ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πειράζω (ρ.) πειράζω [piˈrazo] Ανακ. πειράζου [piˈrazu] Μισθ. Παθ. πειράζιεμι [piˈrazʝemi] Μισθ. Μτχ. πειρασμένo [piraˈzmeno] Μισθ. Από το αρχ. ρ. πειράζω.
1. Πειράζω, βλάπτω ό.π.τ. : Ετό τα σπορά πείραζε τα (Αυτός (ενν. ο άνεμος) έβλαπτε τα σπαρτά) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ, φτάνω
2. Μτχ., ως χαρακτηρισμός φαγητού, που προκαλεί ενοχλήσεις, βλαπτικό Μισθ.