πεινώ
(ρ.)
πεινώ
[piˈno]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
πεινάω
[piˈnao]
Φάρασ.
πεινανίσκω
[pinaˈnisko]
Ανακ., Γούρδ.
πεινανίσ̑κω
[pinaˈniʃko]
Αξ., Αραβαν.
πεινανίσ̑κου
[pinaˈniʃku]
Μισθ.
Παρατατ.
πείνανα
[ˈpinana]
Αραβαν.
πεινάνκα
[piˈnaŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
πείνασα
[ˈpinasa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
bείνασα
[ˈbinasa]
Τσουχούρ.
Υποτ.
πεινάσω
[piˈnaso]
Αξ., Αραβαν.
Μτχ.
πεινασμένο
[pinaˈzmeno]
Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ.
πεινασμένους
[pinaˈzmenus]
Σίλ.
πεινασμένου
[pinaˈzmenu]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. πεινῶ. Οι τύπ. σε -ανίσκω αναλογ. προς άλλα ρ. σε -ανίσκω.
Έχω αίσθημα πείνας, αισθάνομαι την ανάγκη και την επιθυμία να φάω
ό.π.τ.
:
«Πεινάς;», λέει· τι να ειπώ; Πεινώ; Ντε ξέρ' εκείνου; Έψη 'να τάντσ̑αρα μακαρόνια
(«Πεινάς;», λέει· τι να πω; Πεινάω;. Δεν ξέρει εκείνη; Έψησε έναν τεντσερέ μακαρόνια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ότις πεινά θωρεί σον ύπνο του ψωμία τσ̑αι φαΐα
(Όποιος πεινά βλέπει στον ύπνο του ψωμιά και φαγιά)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Όνdενε πείνανε, παίνισ̑κε σο μάνα τ' κοντά, άνοιζε το σαλάκα τ' γιχλάνταζε και άρχευε και βύζανε
(Όταν πεινούσε, πήγαινε στην μάνα του κοντά, άνοιγε τον κόρφο της, καθόταν και άρχισε και βύζαινε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πότε πείνασα, ντώζ' με ας φάγω
(Αφού πείνασα, δώσε μου να φάω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πείνασα 'γώ. Να ιδούμι: το ψωμί έψησιν ντα;
(Εγώ πείνασα. Για να δούμε: το ψωμί το έψησε;)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Έφαγαν του φσ̑αχού το ψωμί. 'Στέρου πείνασαν μπάλι
(Έφαγαν το ψωμί που είχε μαζί του ο νεαρός. Ύστερα ξαναπείνασαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Πείνασαμι νιαρό ρεν είχαμι να πιούμι, ψωμί ρεν είχαμι να φάμι
(Πεινάσαμε, νερό δεν είχαμε να πιούμε, ψωμί δεν είχαμε να φάμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να έφαγες λίγο περ'σό, 'ντερέ μη πεινάσεις 'τον
(Αν έτρωγε λίγο περισσότερο, τώρα θα πεινούσες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήσαν σταναχωρημέν' που δύο γ̑μέρες ήταν χαμένος, πεινασμέν' νηστικοί
(Απ' το σπίτι του ήταν στενοχωρημένοι που ήταν για 2 μέρες χαμένος (κι αυτοί) πεινασμένοι, νηστικοί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πεινασμένους ήρτι απ' του τ͑αρλά
(Ήρθε πεινασμένος απ' το χωράφι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'Πόμειν' πεινασμένου ούλου μέρα
(Έμεινε νηστικός όλη την ημέρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πεινάσ̑μενό ’μαι, άεσ’ με λίο ψωμί
(Πεινασμένος είμαι, άφησε μου λίγο ψωμί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Πολύ πεινασμένου
(Πολύ πεινασμένος˙ Θεονήστικος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Ότις πεινά, σον ύπνο του θωρεί ψωμία τζ̑αι φαΐα
(Όποιος πεινάει, στον ύπνο του βλέπει ψωμιά και φαγιά˙ Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται· πάντα επιθυμούμε αυτό που μας λείπει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Ούτε πεινώ ούτε διψώ ούτε ρούχα σας θέλω
Σινασσ.
-Αρχέλ.