πέθαμα
(ουσ. ουδ.)
πέχιαμα
[ˈpeçama]
Αξ.
πέραμα
[ˈperama]
Αραβαν.
Από το θ. αορ. πεθαν- του μεσν. ρ. πεθαίνω με τροπή [θ] > [ç] πριν από [a] εντός της λ. και με προσθήκη του παραγωγ. επίθμ. -μα.
Θάνατος
ό.π.τ.