ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεζός (επίθ.) π͑εζός [pʰeˈzos] Φάρασ. μπεζός [beˈzos] Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. πεζός = α) που πηγαίνει πεζή β) απλός, συνηθισμένος γ) (για στίχους) χωρίς την συνοδεία μουσικής.
Άδειος ό.π.τ. : Πήριν τσ̑’ αν ντάι πεζό (Πήρε και ένα σάκκο άδειο) Τσουχούρ. -VLACH Καμίαν τζ̑ο 'υριζούτουν σο τζ̑υνήι μο τα σ̑έρα̈ του πεζά (Ποτέ δεν γυρνούσε από το κυνήγι με τα χέρια του αδειανά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Κως του τζ̑ό 'σει το σ̑οινίκι μbαι σο π͑εζόν ντ' αμbάρι (Το ξύλινο δοχείο μέτρησης του σταριού, όταν δεν έχει πάτο, μπαι στο αδειανό αμπάρι˙ Το έλεγαν για τους γέρους ή για εκείνους που έχαναν την δύναμή τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τα 'πέσου το κόμμα σάμ' έν' 'εμωσμένο, έχω πουά τόστοι· σάμ' 'άν’dα γριτσ̑ήσουν του έν' μπεζό, κανείς τζ̑ο ρωτά με (Το μέσα κελλάρι σαν είναι γεμάτο, έχω πολλούς φίλους· σαν θα το καταλάβουν πως είναι αδειανό, κανείς δεν με ρωτάει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του 'νοίζει σε τη χούφτα, πεζό μη τα 'υρίζεις (Σε αυτόν που σου ανοίγει τη χούφτα, μην τη γυρίζεις άδεια˙ Να είσαι γενναιόδωρος σε όσους έχουν ανάγκη) Φάρασ. -Κελεκ.