παχυνίσκω
(ρ.)
πασ̑υνίσκου
[paʃiˈnisku]
Σίλ.
π͑αγινίσ̑κω
[pʰaʝiˈniʃko]
Αξ.
παχαινίσκω
[paçeˈnisko]
Γούρδ.
παχυνίξου
[paçiˈniksu]
Μισθ.
Παθ.
πασ̑υνίσκουμου
[paʃiˈniskumu]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. παχύνω και το επίθμ. -ίσκω. Το παχαινίσκω από το νεότ. παχαίνω.
Παχαίνω
ό.π.τ.
:
Πολύ πασ̑υνι τέκνους
(Πολύ πάχυνε το παιδί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.