ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παχυνίσκω (ρ.) πασ̑υνίσκου [paʃiˈnisku] Σίλ. π͑αγινίσ̑κω [pʰaʝiˈniʃko] Αξ. παχαινίσκω [paçeˈnisko] Γούρδ. παχυνίξου [paçiˈniksu] Μισθ. Παθ. πασ̑υνίσκουμου [paʃiˈniskumu] Σίλ. Από το αρχ. ρ. παχύνω και το επίθμ. -ίσκω. Το παχαινίσκω από το νεότ. παχαίνω.
Παχαίνω ό.π.τ. : Πολύ πασ̑υνι τέκνους (Πολύ πάχυνε το παιδί) Σίλ. -Κωστ.Σ.