ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάχνη (ουσ. θηλ.) πάχνη [ˈpaxni] Ανακ., Τελμ. Νεότ. ουσ. πάχνη (αρχ. σημ. ‘πάχνη’, πβ. μεσν. πάχνης = παγωνιά).
Μόνο σε άσμ., χιόνι : || Ασμ. Σου πάχνης το λιβάδι με το αρκούδι να παλέεις (Στο χιονισμένο λιβάδι με την αρκούδα να παλέψεις) Τελμ. -Αινατζ. Έθεκεν πάχνη γόνατο, σ̑ίλια λιτρίτσα σ̑όνι,
άγουρος επαγούρωσε σο μαύρο του απάνω
((Έστρωσε χιόνι ως το γόνατο, χίλιες λίτρες χιόνι,
ο νέος πάγωσε πάνω στο μαύρο του άλογο))
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. καρ, χιόνι
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025