πάχνη
(ουσ. θηλ.)
πάχνη
[ˈpaxni]
Ανακ., Τελμ.
Νεότ. ουσ. πάχνη (αρχ. σημ. ‘πάχνη’, πβ. μεσν. πάχνης = παγωνιά).
Μόνο σε άσμ., χιόνι
:
|| Ασμ.
Σου πάχνης το λιβάδι με το αρκούδι να παλέεις
(Στο χιονισμένο λιβάδι με την αρκούδα να παλέψεις)
Τελμ.
-Αινατζ.
Έθεκεν πάχνη γόνατο, σ̑ίλια λιτρίτσα σ̑όνι,
άγουρος επαγούρωσε σο μαύρο του απάνω ((Έστρωσε χιόνι ως το γόνατο, χίλιες λίτρες χιόνι,
ο νέος πάγωσε πάνω στο μαύρο του άλογο)) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. καρ, χιόνι
άγουρος επαγούρωσε σο μαύρο του απάνω ((Έστρωσε χιόνι ως το γόνατο, χίλιες λίτρες χιόνι,
ο νέος πάγωσε πάνω στο μαύρο του άλογο)) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. καρ, χιόνι
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025