πάχνη
(ουσ. θηλ.)
πάχνη
[ˈpaxni]
Ανακ., Τελμ.
Αρχ. ουσ. πάχνη.
Μόνο σε άσμ., πάγος
:
|| Ασμ.
Σου πάχνης το λιβάδι με το αρκούδι να παλέεις
(Στο χιονισμένο λιβάδι με την αρκούδα να παλέψεις)
Τελμ.
-Αινατζ.
Έθεκεν πάχνη γόνατο, σ̑ίλια λιτρίτσα σ̑όνι,
άγουρος επαγούρωσε σο μαύρο του απάνω (Έστρωσε πάγο ως το γόνατο, χίλιες λίτρες χιόνι,
ο νέος πάγωσε πάνω στο μαύρο του άλογο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αγιάζι :2, κουραούς, κουρτζίς, σερίνι :3
άγουρος επαγούρωσε σο μαύρο του απάνω (Έστρωσε πάγο ως το γόνατο, χίλιες λίτρες χιόνι,
ο νέος πάγωσε πάνω στο μαύρο του άλογο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αγιάζι :2, κουραούς, κουρτζίς, σερίνι :3