ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιόνι (ουσ. ουδ.) χιόν' [çon] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ. σ̑όνι ['ʃoni] Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. σ̑όν' [ʃon] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. Πληθ. χιόνα [ˈçoɲa] Σινασσ. σ̑όνια ['ʃoɲa] Φλογ. σ̑όνε ['ʃone] Φάρασ. σ̑όνιατα [ˈʃoɲata] Σίλ. Από το μεταγν. ουσ. χιόνιον, υποκορ. του αρχ. χιών. Ο τύπ. χιόνι ήδη μεσν.
Χιόνι ό.π.τ. : Του χιόν' τσ̑είδι Χεού τα σκατά (Το χιόνι είναι του Θεού τα σκατά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ̑έρ' χιόν' (Ρίχνει χιόνι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ρανά τ΄ τι τιβερά πέφτ΄ ντου χιόν (Κοιτάξτε τι μαλακά πέφτει το χιόνι) Μισθ. -Κοτσαν. Πέφτισ̑κε σ̑όν' ήμερα ήμερα (Έπεφτε χιόνι απαλά) Ανακ. -Κωστ.Α. Το σ̑όν' σου ντεβεδιού το μπόι νισ̑κότουν (Το χιόνι γινόταν στο ύψος της καμήλας, δηλ. το έστρωνε σε μεγάλο ύψος) Ανακ. -Κωστ.Α. Ζουλούπ ζουλούπ καταβάσ’ το σ̑όν’ (Νιφάδα νιφάδα ρίχνει το χιόνι) Ανακ. -Κωστ.Α. Πελίκια πελίκια πέφτ’ χιόν’ (Nιφάδες νιφάδες πέφτει το χιόνι) Δίλ. -Κωστ.Μ. Να σιρντίσουμε τα σ̑όνια ασ' σα δώματα (Να πετάξουμε τα χιόνια από τις στέγες) Μισθ., Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φτζαϊνόσκαμι οπ’ τα σ̑όνιατα ρέκα, ρεκαπένdι σακού (Φτιάχναμε από τα χιόνια δέκα, δεκαπέντε σκαλοπάτια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Παροιμ. Ο Θεός σα ψεά τα ρουσ̑ία κονdά το σ̑όνι (Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι˙ Ο Θεός στέλνει μεγάλα βάσανα σε αυτούς που μπορούν να τα αντέξουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Με τα χουρσά μανίκια της τα σ̑όνια 'πετινάζει,
με χουρσό λαχτυλίδι της τα παγούρια τσακίζει
(Με τα χρυσά μανίκια της τα χιόνια αποτινάσσει,
με το χρυσό δαχτυλίδι της σπάει τους πάγους)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
To σ̑όνι ένι άσπρο, μοιέζεις μο 'ζ αυίτσας τ' άστρο (To χιόνι είναι άσπρο, μοιάζεις με της αυγής το άστρο) Φάρασ. -Λαμπρ. Λύνονται τα σ̑όνε, κρύα δεβαίνουν
πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν
( Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν )
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. καρ, Πβ. ζουλούπ