χιόνι
(ουσ. ουδ.)
χιόν'
[çon]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ.
σ̑όνι
['ʃoni]
Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
σ̑όν'
[ʃon]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
Πληθ.
χιόνα
[ˈçoɲa]
Σινασσ.
σ̑όνια
['ʃoɲa]
Φλογ.
σ̑όνε
['ʃone]
Φάρασ.
σ̑όνιατα
[ˈʃoɲata]
Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. χιόνιον, υποκορ. του αρχ. χιών. Ο τύπ. χιόνι ήδη μεσν.
Χιόνι
ό.π.τ.
:
Του χιόν' τσ̑είδι Χεού τα σκατά
(Το χιόνι είναι του Θεού τα σκατά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑έρ' χιόν'
(Ρίχνει χιόνι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ρανά τ΄ τι τιβερά πέφτ΄ ντου χιόν
(Κοιτάξτε τι μαλακά πέφτει το χιόνι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πέφτισ̑κε σ̑όν' ήμερα ήμερα
(Έπεφτε χιόνι απαλά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το σ̑όν' σου ντεβεδιού το μπόι νισ̑κότουν
(Το χιόνι γινόταν στο ύψος της καμήλας, δηλ. το έστρωνε σε μεγάλο ύψος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ζουλούπ ζουλούπ καταβάσ’ το σ̑όν’
(Νιφάδα νιφάδα ρίχνει το χιόνι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πελίκια πελίκια πέφτ’ χιόν’
(Nιφάδες νιφάδες πέφτει το χιόνι)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Να σιρντίσουμε τα σ̑όνια ασ' σα δώματα
(Να πετάξουμε τα χιόνια από τις στέγες)
Μισθ., Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Φτζαϊνόσκαμι οπ’ τα σ̑όνιατα ρέκα, ρεκαπένdι σακού
(Φτιάχναμε από τα χιόνια δέκα, δεκαπέντε σκαλοπάτια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Ο Θεός σα ψεά τα ρουσ̑ία κονdά το σ̑όνι
(Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι˙ Ο Θεός στέλνει μεγάλα βάσανα σε αυτούς που μπορούν να τα αντέξουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Με τα χουρσά μανίκια της τα σ̑όνια 'πετινάζει,
με χουρσό λαχτυλίδι της τα παγούρια τσακίζει (Με τα χρυσά μανίκια της τα χιόνια αποτινάσσει,
με το χρυσό δαχτυλίδι της σπάει τους πάγους) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 To σ̑όνι ένι άσπρο, μοιέζεις μο 'ζ αυίτσας τ' άστρο (To χιόνι είναι άσπρο, μοιάζεις με της αυγής το άστρο) Φάρασ. -Λαμπρ. Λύνονται τα σ̑όνε, κρύα δεβαίνουν
πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν ( Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καρ, Πβ. ζουλούπ
με χουρσό λαχτυλίδι της τα παγούρια τσακίζει (Με τα χρυσά μανίκια της τα χιόνια αποτινάσσει,
με το χρυσό δαχτυλίδι της σπάει τους πάγους) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 To σ̑όνι ένι άσπρο, μοιέζεις μο 'ζ αυίτσας τ' άστρο (To χιόνι είναι άσπρο, μοιάζεις με της αυγής το άστρο) Φάρασ. -Λαμπρ. Λύνονται τα σ̑όνε, κρύα δεβαίνουν
πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν ( Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καρ, Πβ. ζουλούπ