χιρσίζης
(ουσ. ουδ.)
χι̂ρσι̂́ζης
[xɯrˈsɯzis]
Σίλ.
χıρσι̂́ζ
[xɯr'sɯz]
Ουλαγ.
χıρσι̂́ζια
[xɯr'sɯzʝa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. hırsız = α) κλέφτης β) ληστής γ) απατεώνας.
Κλέφτης
ό.π.τ.
:
Ότ'λαα πήαν νύχταγιου ντο χıρσι̂́ζ έπιασε 'να γκάζ', έφαξεν ντο, έσεκεν ντο ντο νισ̑τά
(Μόλις πήγαν, ο κλέφτης της νύχτας έπιασε μιά χήνα, την έσφαξε, την έβαλε στην φωτιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εις χι̂ρσι̂́ζης έκλιψι άσ̑υρου
(Εις χι̂ρσι̂́ζης έκλεψε άχυρο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
καπτάρης, καπουσάνος, κλέφτης, χασευτής