ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιρσίζης (ουσ. ουδ.) χι̂ρσι̂́ζης [xɯrˈsɯzis] Σίλ. χıρσι̂́ζ [xɯr'sɯz] Ουλαγ. χıρσι̂́ζια [xɯr'sɯzʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. hırsız = α) κλέφτης β) ληστής γ) απατεώνας.
Κλέφτης ό.π.τ. : Ότ'λαα πήαν νύχταγιου ντο χıρσι̂́ζ έπιασε 'να γκάζ', έφαξεν ντο, έσεκεν ντο ντο νισ̑τά (Μόλις πήγαν, ο κλέφτης της νύχτας έπιασε μιά χήνα, την έσφαξε, την έβαλε στην φωτιά) Ουλαγ. -Κεσ. Εις χι̂ρσι̂́ζης έκλιψι άσ̑υρου (Εις χι̂ρσι̂́ζης έκλεψε άχυρο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. καπτάρης, καπουσάνος, κλέφτης, χασευτής