χιρντάω
(ρ.)
χ̇ιρντάω
[xirˈdao]
Φάρασ.
χιρτίζου
[çirˈtizu]
Φάρασ.
Αόρ.
qι̂́ρσα
[ˈqɯrse]
Ουλαγ.
qι̂́ρτσα
[ˈqɯrtsa]
Φάρασ.
Υποτ.
qι̂ρντι̂́σω
[qɯrˈdiso]
Φάρασ.
Παθ. Αόρ.
qι̂ρτίστηνα
[qɯrˈtistina]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ρ. kırmak = σπάω. Ο τύπ. qιρίλσεν από το παθ. τύπ. kırılmak = καταστρέφομαι.
Καταστρέφω
ό.π.τ.
:
qιρτίστηνι του πατισ̑άχου τ’ εσκέρι
(Ο στρατός του βασιλιά καταστράφηκε)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ήρτε τὄνα τ’ άλογο, γκαι πατισ̑αχιού τ’ ασκέρια qίρσε, qατσ̑ίρσεν ντα
(Ένα άλογο ήρθε και κατέστρεψε του βασιλιά τον στρατό, τον έτρεψε σε φυγή)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
χαλάνω :1
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025