ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιρντάω (ρ.) χ̇ιρντάω [xir'dao] Φάρασ. χιρτίζου [çirˈtizu] Φάρασ. Αόρ. γ' Εν. qίρσε [ˈqɯrse] Ουλαγ. Αόρ. γ' Εν. qίρτσε [ˈqɯrtse] Φάρασ. Αόρ. Παθ. γ' Εν. qιρτίστηνι [qɯr'tistini] Αφσάρ. Αόρ. γ' Εν. Παθ. qιρίλσεν [qɯˈrɯlsen] Τελμ. Υποτ. Αόρ. qιρντίσω [qɯr'diso] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. kırmak = σπάω. Ο τύπ. qιρίλσεν από το παθ. τύπ. kırılmak = καταστρέφομαι.
Καταστρέφω ό.π.τ. : qιρτίστηνι του πατισ̑άχου τ’ εσκέρι (Ο στρατός του βασιλιά καταστράφηκε) Αφσάρ. -Dawk. Ήρτε τὄνα τ’ άλογο, γκαι πατισ̑αχιού τ’ ασκέρια qίρσε, qατσ̑ίρσεν ντα (Ένα άλογο ήρθε και κατέστρεψε του βασιλιά τον στρατό, τον έτρεψε σε φυγή) Ουλαγ. -Dawk.
Συνών. χαλάνω