χιρντάω
(ρ.)
χ̇ιρντάω
[xir'dao]
Φάρασ.
χιρτίζου
[çirˈtizu]
Φάρασ.
Αόρ. γ' Εν.
qίρσε
[ˈqɯrse]
Ουλαγ.
Αόρ. γ' Εν.
qίρτσε
[ˈqɯrtse]
Φάρασ.
Αόρ. Παθ. γ' Εν.
qιρτίστηνι
[qɯr'tistini]
Αφσάρ.
Αόρ. γ' Εν. Παθ.
qιρίλσεν
[qɯˈrɯlsen]
Τελμ.
Υποτ. Αόρ.
qιρντίσω
[qɯr'diso]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. kırmak = σπάω. Ο τύπ. qιρίλσεν από το παθ. τύπ. kırılmak = καταστρέφομαι.
Καταστρέφω
ό.π.τ.
:
qιρτίστηνι του πατισ̑άχου τ’ εσκέρι
(Ο στρατός του βασιλιά καταστράφηκε)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ήρτε τὄνα τ’ άλογο, γκαι πατισ̑αχιού τ’ ασκέρια qίρσε, qατσ̑ίρσεν ντα
(Ένα άλογο ήρθε και κατέστρεψε του βασιλιά τον στρατό, τον έτρεψε σε φυγή)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
χαλάνω