ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιρντάω (ρ.) χ̇ιρντάω [xirˈdao] Φάρασ. χιρτίζου [çirˈtizu] Φάρασ. Αόρ. qι̂́ρσα [ˈqɯrse] Ουλαγ. qι̂́ρτσα [ˈqɯrtsa] Φάρασ. Υποτ. qι̂ρντι̂́σω [qɯrˈdiso] Φάρασ. Παθ. Αόρ. qι̂ρτίστηνα [qɯrˈtistina] Αφσάρ. Από το τουρκ. ρ. kırmak = σπάω. Ο τύπ. qιρίλσεν από το παθ. τύπ. kırılmak = καταστρέφομαι.
Καταστρέφω ό.π.τ. : qιρτίστηνι του πατισ̑άχου τ’ εσκέρι (Ο στρατός του βασιλιά καταστράφηκε) Αφσάρ. -Dawk. Ήρτε τὄνα τ’ άλογο, γκαι πατισ̑αχιού τ’ ασκέρια qίρσε, qατσ̑ίρσεν ντα (Ένα άλογο ήρθε και κατέστρεψε του βασιλιά τον στρατό, τον έτρεψε σε φυγή) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. χαλάνω :1
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025