ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χισίμι (ουσ.) χι̂σι̂́μ' [çɯ'sɯm] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. χıσ̑ίμ' [çɯ'ʃɯm] Τελμ., Τροχ. χουσούμι [xu'sumi] Μισθ. Θηλ. χ̇ισίμτ͑σα [xi'simtʰsa] Φάρασ. Πληθ. χ̇ισίμοι [xi'simi] Φάρασ. χ'σίμοι [ç'simi] Τσουχούρ. χ̇ισίμια [xɯ'sɯmɲa] Αξ., Τσαρικ. χουσούμια [xu'sumɲa] Μισθ., Μπέηκ. χ'σούμια [ˈxsumɲa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. hısım = συγγενής.
Συγγενής ό.π.τ. : Με τ' Χεγού νορισ̑ά να γενούμ' χ̇ισίμια (Με του Θεού το θέλημα θα γίνουμε συγγενείς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Απόστιλης τσείδι χουσούμι μ' (ο Απόστολος είναι συγγενής μου) Μισθ. -Κοτσαν. Σα γάμουϊα κάλειναμ' ούλα ντα χουσούμια (Στους γάμους καλούσαμε όλους τους συγγενείς) Μισθ. -Κοτσαν. Ντοϊστίζου μη ντα χουσούμια μ' (Μαλώνω με τους συγγενείς μου) Μισθ. -Κοτσαν. Ικεί πάλε ότιγαταρ χι̂σι̂́μια είχανε ούλλα σωροβούτανε σο σπίτ' μέσα (Εκεί πάλι ό,τι συγγενείς είχανε, όλοι μαζεύονταν στο σπίτι μέσα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το βραδύ πααίγκανι σις γοντσ̑ήδοι ή σις χ’σίμοι μο τον τσ̑ιρά να αχσαμλατίσουνι να δεβάσουνι το σαχάτι (Το βράδυ πήγαιναν στους γείτονες ή στους συγγενείς με το λυχνάρι να κάνουν βραδινή επίσκεψη να περάσουν την ώρα τους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ποια χ'σούμια μας λέω ηύρις, 'παπού ντα ηύρις τα χσούμια μας; (Ποιους συγγενείς μας λέω βρήκες, πού τους βρήκες τους συγγενείς μας;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα νύχτες παίσκαν σ' ένα χισιμιού γιά γομουσιού σπίτ' και λάλ'ναν για να μη τα ζορμονήσ'νε (Τις νύχτες πήγαιναν στο σπίτι ενός συγγενούς ή γείτονα και μιλούσαν για να μην τη ξεχάσουν, ενν. τη γλώσσα τους) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. καβούμι