χισίμι
(ουσ.)
χι̂σι̂́μ'
[çɯ'sɯm]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
χıσ̑ίμ'
[çɯ'ʃɯm]
Τελμ., Τροχ.
χουσούμι
[xu'sumi]
Μισθ.
Θηλ.
χ̇ισίμτ͑σα
[xi'simtʰsa]
Φάρασ.
Πληθ.
χ̇ισίμοι
[xi'simi]
Φάρασ.
χ'σίμοι
[ç'simi]
Τσουχούρ.
χ̇ισίμια
[xɯ'sɯmɲa]
Αξ., Τσαρικ.
χουσούμια
[xu'sumɲa]
Μισθ., Μπέηκ.
χ'σούμια
[ˈxsumɲa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hısım = συγγενής.
Συγγενής
ό.π.τ.
:
Με τ' Χεγού νορισ̑ά να γενούμ' χ̇ισίμια
(Με του Θεού το θέλημα θα γίνουμε συγγενείς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Απόστιλης τσείδι χουσούμι μ'
(ο Απόστολος είναι συγγενής μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σα γάμουϊα κάλειναμ' ούλα ντα χουσούμια
(Στους γάμους καλούσαμε όλους τους συγγενείς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντοϊστίζου μη ντα χουσούμια μ'
(Μαλώνω με τους συγγενείς μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ικεί πάλε ότιγαταρ χι̂σι̂́μια είχανε ούλλα σωροβούτανε σο σπίτ' μέσα
(Εκεί πάλι ό,τι συγγενείς είχανε, όλοι μαζεύονταν στο σπίτι μέσα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το βραδύ πααίγκανι σις γοντσ̑ήδοι ή σις χ’σίμοι μο τον τσ̑ιρά να αχσαμλατίσουνι να δεβάσουνι το σαχάτι
(Το βράδυ πήγαιναν στους γείτονες ή στους συγγενείς με το λυχνάρι να κάνουν βραδινή επίσκεψη να περάσουν την ώρα τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ποια χ'σούμια μας λέω ηύρις, 'παπού ντα ηύρις τα χσούμια μας;
(Ποιους συγγενείς μας λέω βρήκες, πού τους βρήκες τους συγγενείς μας;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα νύχτες παίσκαν σ' ένα χισιμιού γιά γομουσιού σπίτ' και λάλ'ναν για να μη τα ζορμονήσ'νε
(Τις νύχτες πήγαιναν στο σπίτι ενός συγγενούς ή γείτονα και μιλούσαν για να μην τη ξεχάσουν, ενν. τη γλώσσα τους)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
καβούμι