χισιμλίχι
(ουσ. ουδ.)
χ̇ισίμλίχ̇ι
[xɯsɯmˈlɯxɯ]
Αφσάρ.
χ̇ισίμλιέχ̇ι
[xɯsɯmliˈexɯ]
Φάρασ.
χουσ̑ουμλούχ
[xuʃumˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. hısımlık = συγγένεια.
Η οικογένεια, η συγγένεια
κ.α.
:
Χουσ̑ουμλούχ ντε σ̑άν'νι αναμεταξύ τ’νι
(Συγγένεια δεν κάνουν μεταξύ τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μ' εκεινά χόρουντα μποίκαμ' χουσουμλούχ
(Μ' εκείνη την οικογένεια κάναμε συγγένεια, ενν. λόγω γάμου)
Μισθ.
-Κοτσαν.