ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χισιμλίχι (ουσ. ουδ.) χ̇ισίμλίχ̇ι [xɯsɯmˈlɯxɯ] Αφσάρ. χ̇ισίμλιέχ̇ι [xɯsɯmliˈexɯ] Φάρασ. χουσ̑ουμλούχ [xuʃumˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. hısımlık = συγγένεια.
Η οικογένεια, η συγγένεια κ.α. : Χουσ̑ουμλούχ ντε σ̑άν'νι αναμεταξύ τ’νι (Συγγένεια δεν κάνουν μεταξύ τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μ' εκεινά χόρουντα μποίκαμ' χουσουμλούχ (Μ' εκείνη την οικογένεια κάναμε συγγένεια, ενν. λόγω γάμου) Μισθ. -Κοτσαν.