χιρσιζλίκι
(ουσ. ουδ.)
χι̂ρσι̂ζλι̂́κ
[xɯrsuzˈlɯk]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. hırsızlık = α) κλοπή β) ληστεία γ) υπεξαίρεση.
Κλεψιά
:
Χι̂ρσι̂ζλι̂́κ γέβ'κι μεϊdάνι
(Η κλεψιά βγήκε στη φόρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κάπτημα, κλεψιμιό, κλέψιμο, σοϊτιέσιμα