χιονίζει
(ρ. απρόσ.)
χιονίζ'
[çoˈniz]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
χιονίζ̑'
[çoˈniʒ]
Αξ., Αραβαν.
χιονίσ̑'
[çoˈniʃ]
Αραβαν.
σ̑ονίζει
[ʃoˈnizi]
Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
σ̑ονίζ'
[ʃoˈniz]
Ανακ., Μαλακ., Σίλ., Φλογ.
Παρατατ.
σ̑ονίσκε
[ʃoˈnisce]
Φάρασ.
Αόρ.
χιόνσε
[ˈçonse]
Γούρδ.
σ̑όν'σε
[ˈʃonse]
Φλογ.
σ̑όντσιν
[ˈʃontsin]
Μαλακ.
Από το αρχ. ρ. χιονίζει.
Χιονίζει
ό.π.τ.
:
Παλούκια παλούκια σ̑ονίζ'
(Τούφες τούφες χιονίζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
σ̑όν’τσε ζόρε σα ρουσ̑ια
(Χιόνισε πολύ στα βουνά)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Έφαγε με το σαμψά και χιονίζ̑' 'ς το γάμοζ-ουτ'
(Έφαγε με την κουτάλα και χιονίζει στο γάμο της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όξου χιονίζ'
(Έξω χιονίζει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑όν'ζεν και δεν ηύρισ̑καμ' το θύρα ν' ανοίξουμ' να πάμ' ση βρύσ'
(Χιόνιζε και δε βρίσκαμε την πόρτα να την ανοίξουμε να πάμε στη βρύση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τουν Άι-Ρημήτρη σ̑όνισι
(Τον Οκτώβριο χιόνισε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οξου σ̑ονίζει, κουρλετίζει η παρ’καμίνα ’νάφτει, ταρός να ειπούμι αν παραμύθι
(Έξω χιονίζει, βροντά, το τζάκι ανάβει, καιρός να πούμε ένα παραμύθι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Βρέξι, βρέξι, βρέχουμι· χιόν'σι, πουχούμι
(Βρέξε, βρέξε, βρέχομαι· χιόνισε, κρύβομαι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.