ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιονίζει (ρ. απρόσ.) χιονίζ' [çoˈniz] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ. χιονίζ̑' [çoˈniʒ] Αξ., Αραβαν. χιονίσ̑' [çoˈniʃ] Αραβαν. σ̑ονίζει [ʃoˈnizi] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. σ̑ονίζ' [ʃoˈniz] Ανακ., Μαλακ., Σίλ., Φλογ. Παρατατ. σ̑ονίσκε [ʃoˈnisce] Φάρασ. Αόρ. χιόνσε [ˈçonse] Γούρδ. σ̑όν'σε [ˈʃonse] Φλογ. σ̑όντσιν [ˈʃontsin] Μαλακ. Από το αρχ. ρ. χιονίζει.
Χιονίζει ό.π.τ. : Παλούκια παλούκια σ̑ονίζ' (Τούφες τούφες χιονίζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 σ̑όν’τσε ζόρε σα ρουσ̑ια (Χιόνισε πολύ στα βουνά) Φάρασ. -Ανδρ. Έφαγε με το σαμψά και χιονίζ̑' 'ς το γάμοζ-ουτ' (Έφαγε με την κουτάλα και χιονίζει στο γάμο της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Όξου χιονίζ' (Έξω χιονίζει) Μισθ. -Κοτσαν. Σ̑όν'ζεν και δεν ηύρισ̑καμ' το θύρα ν' ανοίξουμ' να πάμ' ση βρύσ' (Χιόνιζε και δε βρίσκαμε την πόρτα να την ανοίξουμε να πάμε στη βρύση) Ανακ. -Κωστ.Α. Τουν Άι-Ρημήτρη σ̑όνισι (Τον Οκτώβριο χιόνισε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Οξου σ̑ονίζει, κουρλετίζει η παρ’καμίνα ’νάφτει, ταρός να ειπούμι αν παραμύθι (Έξω χιονίζει, βροντά, το τζάκι ανάβει, καιρός να πούμε ένα παραμύθι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Ασμ. Βρέξι, βρέξι, βρέχουμι· χιόν'σι, πουχούμι (Βρέξε, βρέξε, βρέχομαι· χιόνισε, κρύβομαι) Μισθ. -Κωστ.Μ.