χινιά
(ουσ. θηλ.)
χινιά
[çiˈɲa]
Αξ., Τροχ.
χ̇ινιά
[xiˈɲa]
Μισθ.
σ̑ινιά
[ʃiˈɲa]
Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
κινά
[ciˈna]
Αραβ., Τροχ.
κ̇ινά
[kɯˈna]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Τροχ.
κίνα
[ˈcina]
Αραβ.
γ' νά
[ɣna]
Μισθ.
σ̑ινά
[ʃiˈna]
Ανακ.
τσ̑ινά
[tʃiˈna]
Φλογ.
σ̑ονέ
[ʃoˈne]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. χινέα,, το οπ. από το αραβ. ḥinnā, πρόδρομο και του τουρκ. kına = χρωστική ουσία, βαφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. ⱨına, hınna και hına, στους οποίους ανάγονται οι τύπ. με κ- και γ-. Ο τύπ. κινά (με την σημ. ‘φαρμακευτική σκόνη') νεότ. (Mackridge 2021: 215).
1. Χέννα, φυτικής προελεύσεως σκόνη καφε-κόκκινης βαφής για το βάψιμο νυχιών και μαλλιών
ό.π.τ.
:
Ντου βρα'ύ γ'να, ντου πρωί να ντοιτσ̑ηχεί
(Το βράδυ (να βάψουμε τα νύχια με) χέννα, το πρωί θα παντρευτεί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ύστερα νουνά παίρισ̑κεν το σ̑ινιά με το σαχι̂́ν κοντά τ’
(Ύστερα η κουμπάρα πήγαινε το πιατάκι με την χέννα κοντά της, ενν. της νύφης)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τα σ̑έρια τση ποίκεν σ̑ινιά
(Τα χέρια της τα έκανε με χέννα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
|| Ασμ.
Έπαρ' σ̑ινιά στα σ̑έρια σ', κυρούλα μ',
μακνάδια στο κεφάλι σ', περδικούλα μ' (Πάρε χέννα στα χέρια σου, κυρά μου,
νυφικό πέπλο στο κεφάλι σου, περδικούλα μου) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177 Έπαρ' σ̑ινιά στα χέρια σου, κορούλα μου,
μακράδια στα δαχτύλια σου, νυφούλα μου (Πάρε χέννα στα χέρια σου, κορούλα μου,
μαυράδι για τα μάτια στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου) Σίλατ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. βούταμο
μακνάδια στο κεφάλι σ', περδικούλα μ' (Πάρε χέννα στα χέρια σου, κυρά μου,
νυφικό πέπλο στο κεφάλι σου, περδικούλα μου) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177 Έπαρ' σ̑ινιά στα χέρια σου, κορούλα μου,
μακράδια στα δαχτύλια σου, νυφούλα μου (Πάρε χέννα στα χέρια σου, κορούλα μου,
μαυράδι για τα μάτια στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου) Σίλατ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. βούταμο
2. Στον πληθ., γαμήλιο έθιμο κατά το οπ. τα νύχια της νύφης βάφονται με χέννα την παραμονή του γάμου
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
:
Σα ορφανά δε σ̑άνισ̑καν σ̑ινιά
(Στις ορφανές κοπέλες δεν έβαφαν τα νύχια με χέννα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Ήρθε και το χινιά, μανίτσα μ'
Εγώ ντε τέλω στα χέριαμ' χινιά, μανίτσα μ'! (Ήρθε και η ώρα του τελετουργικού (για τον γάμο) βαψίματος των νυχιών με χένα, μανούλα μου!
Εγώ δεν θέλω στα χέρια μου χένα, μανούλα μου!) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. χίνιασμα :1
Εγώ ντε τέλω στα χέριαμ' χινιά, μανίτσα μ'! (Ήρθε και η ώρα του τελετουργικού (για τον γάμο) βαψίματος των νυχιών με χένα, μανούλα μου!
Εγώ δεν θέλω στα χέρια μου χένα, μανούλα μου!) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. χίνιασμα :1