χικμίκ
(ουσ. ουδ.)
χι̂κμι̂́κ
[xɯkmɯk]
Φάρασ.
Από την τουρκ. φρ. hık mık = αόριστη απάντηση.
Αόριστη απάντηση, σούξου μούξου
:
χ̇ικμι̂́κ λέω
(Δίνω αόριστες απαντήσεις)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ