χιγιάρι
(ουσ. ουδ.)
χ̇ι̂γιάρ'
[xɯˈʝar]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ.
χι̂άρ'
[xɯ'ar]
Γούρδ., Τροχ.
χ̇ι-άρ'
[xi'ar]
Αξ.
χ̇ι-έρι
[xɯ'eri]
Φάρασ.
Πληθ.
χι̂γιάρα
[xɯˈʝara]
Μαλακ.
χι̂άρια
[xɯ'arʝa]
Γούρδ., Σίλ., Τροχ.
χιγιάρια
[çiˈʝarʝa]
Σινασσ.
χουιάρια
[xuiˈarʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hıyar = αγγούρι.
1. Αγγούρι
ό.π.τ.
:
Άσο τσ̑αΐρ να βγάλεις τρία χιάρια
(Από το λιβάδι πρέπει να φέρεις τρία αγγούρια)
Σίλ.
-Dawk.
Φέρ΄ μη να φάου να χιάρ'
(Φέρε μου να φάω ένα αγγούρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ξέρεις πόσα χ̇ια̈́ρια έκλιψα απ τα̈σέα̈ρ ντου μπαχτσ̑ά ογώνα;
(Ξέρεις πόσα αγγούρια έκλεψα από το μποστάνι σας εγώ;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να σερέψω χι̂άρια, πατλιτζάνια, παχλά, ρεβύια, μαύρα παχλά
(Θα μαζέψω αγγούρια, μελιτζάνες, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Σο ντιλεντσ̑ής έντωκαν χ̇ι̂γιάρ' και σταβρό ναι ντεγί, ντεν ντo πήρε
(Στο ζητιάνο έδωσαν αγγούρι, και ισχυριζόμενος ότι είναι στραβό, δεν το πήρε˙ Για τους ψωροπερήφανους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Αγγουριά
Φάρασ.