ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιγιάρι (ουσ. ουδ.) χ̇ι̂γιάρ' [xɯˈʝar] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ. χι̂άρ' [xɯ'ar] Γούρδ., Τροχ. χ̇ι-άρ' [xi'ar] Αξ. χ̇ι-έρι [xɯ'eri] Φάρασ. Πληθ. χι̂γιάρα [xɯˈʝara] Μαλακ. χι̂άρια [xɯ'arʝa] Γούρδ., Σίλ., Τροχ. χιγιάρια [çiˈʝarʝa] Σινασσ. χουιάρια [xuiˈarʝa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. hıyar = αγγούρι.
1. Αγγούρι ό.π.τ. : Άσο τσ̑αΐρ να βγάλεις τρία χιάρια (Από το λιβάδι πρέπει να φέρεις τρία αγγούρια) Σίλ. -Dawk. Φέρ΄ μη να φάου να χιάρ' (Φέρε μου να φάω ένα αγγούρι) Μισθ. -Κοτσαν. Ξέρεις πόσα χ̇ια̈́ρια έκλιψα απ τα̈σέα̈ρ ντου μπαχτσ̑ά ογώνα; (Ξέρεις πόσα αγγούρια έκλεψα από το μποστάνι σας εγώ;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να σερέψω χι̂άρια, πατλιτζάνια, παχλά, ρεβύια, μαύρα παχλά (Θα μαζέψω αγγούρια, μελιτζάνες, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Αδαρά δεν μπορείς να φέρεις δυό οκάδες ματζάνες να ποίκω ένα ιμάμ μπαϊντί, και ούτε δυό χιγιάρια να ποίκω ένα τζαdζίχ' (Τώρα δεν μπορείς να φέρεις δυό οκάδες μελιτζάνες να φτιάξω ένα ιμάμ μπαϊλντί, και ούτε δυό αγγούρια να φτιάξω ένα τζατζίκι) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Σο ντιλεντσ̑ής έντωκαν χ̇ι̂γιάρ' και σταβρό ναι ντεγί, ντεν ντo πήρε (Στο ζητιάνο έδωσαν αγγούρι, και ισχυριζόμενος ότι είναι στραβό, δεν το πήρε˙ Για τους ψωροπερήφανους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Αγγουριά Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025