χιζμετλούς
(επίθ.)
χιζμετλούς
[çizmetˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. hizmetli = υπηρέτης.
Ο πρόθυμος να βοηθήσει
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024