ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιλιώνας (επίθ.) χιλιώνας [çiˈʎonas] Σεμέντρ. Από το αριθμτ. χίλια και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αυτός που αξίζει χίλια νομίσματα : Να φορώσουμε σ’ χιλιώνας το σαλβάρ’ (Να σου φορέσουμε το χιλιόλιρο σαλβάρι) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283