χιλιώνας
(επίθ.)
χιλιώνας
[çiˈʎonas]
Σεμέντρ.
Από το αριθμτ. χίλια και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αυτός που αξίζει χίλια νομίσματα
:
Να φορώσουμε σ’ χιλιώνας το σαλβάρ’
(Να σου φορέσουμε το χιλιόλιρο σαλβάρι)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283