ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χινιάζω (ρ.) χ̇ινιάζου [xiˈɲazu] Μισθ. σ̑ινιάζω [ʃiˈɲazo] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ. Aπό το ουσ. χινιά, όπου και τύπ. σ̑ινιά, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Στολίζω με χινιά τα νύχια γυναίκας, κυρ. της νύφης την παραμονή του γάμου ό.π.τ. : Πάμε να σ̑ινιάσομ’ τη νύφ’ (Πάμε να βάψουμε τη νύφη) Ανακ. -Κωστ.Α.