χινιάζω
(ρ.)
χ̇ινιάζου
[xiˈɲazu]
Μισθ.
σ̑ινιάζω
[ʃiˈɲazo]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ.
Aπό το ουσ. χινιά, όπου και τύπ. σ̑ινιά, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Στολίζω με χινιά τα νύχια γυναίκας, κυρ. της νύφης την παραμονή του γάμου
ό.π.τ.
:
Πάμε να σ̑ινιάσομ’ τη νύφ’
(Πάμε να βάψουμε τη νύφη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.