χίνιασμα
(ουσ. ουδ.)
κίνιασμα
[ˈciɲazma]
Αραβ.
Από το ρ. χινιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γαμήλιο έθιμο κατά το οποίο τα νύχια της νύφης βάφονται κόκκινα με χέννα
Συνών.
χινιά